παραπονούμαι

παραπονούμαι
παραπονούμαι, παραπονέθηκα, παραπονεμένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. παραπονιέμαι
——————
Σημειώσεις:
παραπονούμαι, παραπονιέμαι : η μτχ. παραπονεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο ( γεμάτος παράπονο).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραπονούμαι — έομαι βλ. παραπονιέμαι …   Dictionary of Greek

  • προσχετλιάζω — Α παραπονούμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σχετλιάζω «παραπονούμαι με αγανάκτηση»] …   Dictionary of Greek

  • παραπονιέμαι — παραπονιέμαι, παραπονέθηκα, παραπονεμένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. παραπονούμαι Σημειώσεις: παραπονούμαι, παραπονιέμαι : η μτχ. παραπονεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ γεμάτος παράπονο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • βογγώ — ( άω) 1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω 2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω 3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι 4. στενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω] …   Dictionary of Greek

  • γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • λεμεντάρομαι — λεμαντάρομαι (Μ) παραπονούμαι, κλαίομαι, μεμψιμοιρώ, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. *lementarse] …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”